- ὑστερόπους
- ὑστερό-πους, ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,A coming late,
ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326
(lyr.);ὑ. Νέμεσις AP12.229
(Strat.);Ἐρινύς Orph.A.1164
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326
(lyr.);ὑ. Νέμεσις AP12.229
(Strat.);Ἐρινύς Orph.A.1164
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑστερόπους — coming late masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστερόπους — ουν, Α αυτός που έρχεται κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό πους] … Dictionary of Greek
ὑστερόπουν — ὑστερόπους coming late masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek